ράντιστρο(ν)

ράντιστρο(ν)
το, Ν
(λειτ.) λειτουργικό σκεύος, συνήθως με τη μορφή σφαιρικής φιάλης και με επίμηκες λεπτό στόμιο, για τον ραντισμό τών πιστών, τού ναού, εικόνων ή τού Επιταφίου, αλλ. βικίο(ν) και κανίο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. άγκισ-τρον, κάνισ-τρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”